- απολουσίδι
- απόλουσμα τό помои (после мытья)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απολουσίδι — το [λουσίδι] το βρόμικο νερό που μένει μετά το λούσιμο … Dictionary of Greek
περίχυμα — το, ΝΜΑ [περιχέω] το υγρό που χύνεται πάνω σε κάτι αρχ. 1. η ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη γύρω από την Γη 2. το απολουσίδι … Dictionary of Greek